σχοινόπλεκτος

σχοινόπλεκτος
ος , ον , σχοινόπλεχτος, η , ο сплетённый из верёвок, верёвочный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σχοινόπλεκτος" в других словарях:

  • σχοινόπλεκτος — σχοινόπλεκτος, η, ο και σκοινόπλεκτος, η, ο φτιαγμένος από πλεγμένο σχοινί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχοινόπλεκτος — η, ο / σχοινόπλεκτος, ον, ΝΑ, και σχοινόπλεχτος, η, ο, Ν αυτός που έχει πλεχθεί, που έχει φτειαχθεί από σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + πλεκτός (< πλέκω), πρβλ. κισσό πλεκτος] …   Dictionary of Greek

  • σχοινόπλεκτον — σχοινόπλεκτος plaited of rushes masc/fem acc sg σχοινόπλεκτος plaited of rushes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»